- συμπυκνώνομαι
- συμπυκνώνομαι, συμπυκνώθηκα, συμπυκνωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… … Dictionary of Greek
επιξηραίνω — (Α ἐπιξηραίνω) ξηραίνω κάτι στην επιφάνεια αρχ. 1. ξεραίνομαι κατά διαλείμματα 2. γίνομαι αποξηραντής 3. συμπυκνώνομαι … Dictionary of Greek
επιπυκνούμαι — ἐπιπυκνοῡμαι, όομαι (Α) [πυκνούμαι] γίνομαι ακόμη πιο πυκνός, συμπυκνώνομαι … Dictionary of Greek
επισωματούμαι — ἐπισωματοῡμαι, όομαι (Α) συσσωματώνομαι, συμπυκνώνομαι σε μάζα … Dictionary of Greek
παχύνω — ΝΜΑ, παχαίνω ΝΜ 1. καθιστώ κάτι παχύ, χοντρό 2. παθ. παχύνομαι γίνομαι παχύς, χοντραίνω νεοελλ. 1. (για πρόσ.) υπερσιτίζω κάποιον κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αυξηθεί το πάχος του 2. (ιδίως στον τ. παχαίνω) αποχτώ πάχος αρχ. 1. ενισχύω, δυναμώνω 2.… … Dictionary of Greek
περικλονώ — έω, Α [κλονώ] 1. κλονώ, σείω, από παντού 2. μάχομαι γύρω από κάτι 3. παθ. περικλονοῡμαι, έομαι (για σύννεφα) συγκεντρώνομαι, συμπυκνώνομαι … Dictionary of Greek
περιπυκνούμαι — όομαι ή έομαι, Μ συμπυκνώνομαι από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πυκνῶ (< πυκνός)] … Dictionary of Greek
πυκνώνω — πυκνῶ, όω, ΝΜΑ [πυκνός] 1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.) 2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α.… … Dictionary of Greek
πωρώνω — πωρῶ, όω, ΝΑ [πῶρος] 1. μεταβάλλω κάτι σε πώρο, απολιθώνω 2. συγκολλώ και θεραπεύω κάταγμα ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου 3. (συν. το παθ.) πωρώνομαι και πωροῡμαι, όομαι μτφ. γίνομαι ηθικά αναίσθητος, ασυνείδητος 4. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
συνειλώ — έω, Α 1. συσσωρεύω, στρυμώχνω σε ένα μέρος 2. (σχετικά με πράγματα) συνάπτω, συνδέω («συνειλέουσι τὰς ῥάβδους ὀπίσω», Ηρόδ.) 3. μέσ. συνειλοῡμαι, έομαι (για σκαντζόχοιρο) κουβαριάζομαι 4. παθ. συσσωρεύομαι ή συμπιέζομαι 5. φρ. «εἰς ἔλαττον… … Dictionary of Greek